Όταν τα νέα για τον ασθενή δεν είναι καλά
της Έφης Σίμου
Δυσάρεστες συζητήσεις γιατρού με ασθενή – Ποια πρέπει να είναι η διαχείριση
Στον τομέα της υγείας, τα δυσάρεστα νέα μπορεί να σημαίνουν διαφορετικά πράγματα για διαφορετικούς ανθρώπους. Μιλώντας γενικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι κάθε πληροφορία που επηρεάζει δυσμενώς την άποψη και την προοπτική του ατόμου για το μέλλον του και τη ζωή του ή εμπεριέχει τον κίνδυνο διατάραξης ενός καθιερωμένου τρόπου ζωής.
Δυσάρεστα νέα μπορεί να είναι επίσης η υποτροπή και εξάπλωση μίας νόσου ή η αποτυχία του θεραπευτικού σχήματος και η εμφάνιση καταστροφικών παρενεργειών από τη θεραπεία.
Κοινός παρονομαστής σε όλες τις παραπάνω κατηγορίες είναι ότι τα δυσάρεστα νέα αποτελούν ένα μήνυμα που έχει τη δυναμική να συντρίψει τις ελπίδες και τα όνειρα για το μέλλον. Ο τρόπος που ο γιατρός προχωρά στην ανακοίνωση δυσάρεστων νέων εγκαθιστά ένα ανεξίτηλο σημάδι στη σχέση του με τον ασθενή του.
Η ανακοίνωση των δυσάρεστων νέων έχει αναπτύξει αρνητική παράδοση στις σχέσεις γιατρού-ασθενούς, κυρίως διότι πολλές φορές δημιουργείται η αίσθηση ότι δεν υπάρχει καμία ελπίδα. Ωστόσο, όπως ακριβώς υπάρχει η ψυχολογική αναστάτωση, έτσι υπάρχει και η δυνατότητα αλλαγής της αντίληψης του ασθενή για την ασθένειά του, μέσω της κατάλληλης χρήσης στρατηγικών και τεχνικών επικοινωνίας.
Έχει παρατηρηθεί ότι οι δεξιότητες επικοινωνίας τείνουν να μειώνονται με την πάροδο του χρόνου, καθώς εξελίσσεται η ιατρική εκπαίδευση από τα φοιτητικά χρόνια και μετά και κυρίως, όταν οι γιατροί χάνουν το ενδιαφέρον και την εστίασή τους στην ολιστική θεραπευτική προσέγγιση του ασθενή.
Επιπλέον, η συναισθηματική και φυσική βιαιότητα που ενέχουν η ιατρική εκπαίδευση και η επαγγελματική πρακτική καταστέλλουν την εν-συναίσθηση, με αποτέλεσμα να απωθείται πολλές φορές για λόγους άμυνας και αυτοσυντήρησης και να αντικαθίσταται από λεκτική αυστηρότητα, ψυχρότητα και απομάκρυνση και κατά συνέπεια υποτίμηση του ρόλου του ασθενή.
Η ανακοίνωση δυσάρεστων νέων είναι μία περίπλοκη επικοινωνιακή διαδικασία, η οποία απαιτεί δεξιότητες λεκτικής, μη λεκτικής επικοινωνίας και εν-συναίσθησης. Η πολυπλοκότητα που ενέχει μπορεί να δημιουργήσει, πολλές φορές, σοβαρές παρανοήσεις και παρεξηγήσεις, όπως για παράδειγμα, την ελλιπή κατανόηση από τον ασθενή της φύσης της ασθένειας, της πρόγνωσης ή του σκοπού της θεραπείας, την επιδείνωση της ποιότητας ζωής του ασθενούς και μπορεί να επηρεάσει καθοριστικά τον τρόπο με τον οποίο ο ασθενής θα διαχειριστεί την ασθένεια.
Όταν δυσάρεστα νέα ανακοινώνονται με λανθασμένο τρόπο, έχουν τη δυναμική να παραμένουν εντυπωμένα για πολύ καιρό στο μυαλό του ασθενή και να επηρεάζουν τον ψυχισμό του, παρότι το αρχικό σοκ που προκλήθηκε τη στιγμή της ανακοίνωσης της διάγνωσης μπορεί να ξεχαστεί.
Η κατάσταση μπορεί να εξελιχθεί ακόμα σοβαρότερα, όταν ο ασθενής μιλάει διαφορετική γλώσσα και προέρχεται από διαφορετικό κοινωνικοοικονομικό και πολιτισμικό περιβάλλον ή έχει ειδικές ανάγκες σε επίπεδο μαθησιακών και σωματικών αναπηριών. Κατανόηση του φάσματος των συναισθηματικών αντιδράσεων των ασθενών κατά τη στιγμή και μετά την αναγγελία δυσάρεστων νέων, επιτρέπει στο γιατρό να υποστηρίξει αποτελεσματικότερα τον ασθενή.
Η επικοινωνία δυσάρεστων νέων θα πρέπει να αποτελεί θεμελιώδη δεξιότητα του κλινικού γιατρού.
Οι γιατροί θα πρέπει να γνωρίζουν ότι η δική τους αίσθηση αναφορικά με το τι αποτελεί καλή συνάντηση μπορεί να διαφέρει από εκείνη των ασθενών, οι οποίοι μπορεί να έχουν διαφορετικό εκπαιδευτικό, κοινωνικό και πολιτισμικό υπόβαθρο. Επιτυχημένη συνάντηση με τον ασθενή μπορεί να βοηθήσει, ώστε και ο ασθενής να αισθάνεται καλά και ο γιατρός να αισθάνεται ότι έχει επιτελέσει τη δέσμευσή του για αποτελεσματική φροντίδα του ασθενή.
Στο πλαίσιο της καθημερινής κλινικής πρακτικής, όταν ο γιατρός συναντά τον ασθενή, συχνά και λόγω επαγγελματικής ρουτίνας υπάρχει η τάση να «πιάσει αμέσως δουλειά» με σκοπό να αντιμετωπίσει το ιατρικό πρόβλημα που έχει μπροστά του. Αυτή η προσέγγιση αφήνει συχνά τον ασθενή ανικανοποίητο, με την έννοια ότι δεν αφιερώθηκε αρκετός χρόνος για να ακουστούν οι ανησυχίες του.
Οι γιατροί και οι ασθενείς μπορούν να βελτιώσουν την επικοινωνία τους, επιδιώκοντας να κατανοήσουν την προοπτική του άλλου και βελτιώνοντας τον τρόπο με τον οποίο τον προσεγγίζουν, δεδομένου ότι αποτελεσματική επικοινωνία βασίζεται περισσότερο στο να ακούμε και να παρατηρούμε παρά το να μιλάμε συνέχεια, να ασκούμε κριτική και να δίνουμε οδηγίες, συμβουλές και συστάσεις.
Πηγή: Healthmag.gr: 6 Ιουνίου, 2017